- μελαγχλαίνων
- μελάγχλαινοςblack-cloakedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MELANCHLAENI — populi iuxta Bosporum Cimmerium, inter Rha fluv. et montes Hippicos, Ferrar. a vestibus nigris dicti. Dionys. ubi de Alanis. Ἔνθα Μελ᾿άγχλαινοί σε καὶ ἀνέρες Ι῾ππημολγοί. Mela l. 2. c 1. Melanchlaenis atra vestis, et ex eâ nomen. Dio Chryf. in… … Hofmann J. Lexicon universale
Ανδροφάγοι — Αρχαίος λαός στην περιοχή της Ουκρανίας. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, κατοικούσαν πέρα από τη Σκυθική έρημο και έφτανε κανείς εκεί μετά από δεκαήμερο ταξίδι, διαπλέοντας τον Βορυσθένη ποταμό (Δνείπερο). Οι Α. ήταν νομάδες, με πολύ άγρια ήθη και… … Dictionary of Greek